εσώτατος

εσώτατος
άτη, ον см. ενδότατος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εσώτατος" в других словарях:

  • ἐσώτατος — innermost masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εσώτατος — η, ο (ΑΜ ἐσώτατος, ἐσωτάτη, ον) αυτός που βρίσκεται πιο μέσα απ όλους, ο ενδότατος, ο μύχιος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εσώτατο α) το εσώτερο, το βαθύτερο μέρος β) (φιλοσ.) καθετί που ανήκει αποκλειστικά στο άτομο ή στη φύση. επίρρ... εσώτατα (Α… …   Dictionary of Greek

  • ἐσωτάτω — ἐσώτατος innermost masc/neut nom/voc/acc dual ἐσώτατος innermost masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσωτάτων — ἐσώτατος innermost fem gen pl ἐσώτατος innermost masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσώτατον — ἐσώτατος innermost masc acc sg ἐσώτατος innermost neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσωτάτη — ἐσώτατος innermost fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσωτάτην — ἐσώτατος innermost fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσωτάτης — ἐσώτατος innermost fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσωτάτοις — ἐσώτατος innermost masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσωτάτου — ἐσώτατος innermost masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσωτάτους — ἐσώτατος innermost masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»